- κυλιστικός
- κυλιστικός, -ή, -όν (Α) [κυλίνδω]1. αυτός που έχει ασκηθεί στο κύλισμα2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κυλιστικόςο παλαιστής που αγωνιζόταν και νικούσε τον αντίπαλὀ του κυλιόμενος στο έδαφος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυλιστικός — practised in rolling masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… … Dictionary of Greek